λιθαγωγός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λιθαγωγός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λιθαγωγός < (λίθος) λιθ- + -αγωγός
- για τον ιατρικό όρο < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική lithagogue
Προφορά
- ΔΦΑ : /li.θa.ɣoˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐θα‐γω‐γός
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | λιθαγωγός | το | λιθαγωγό | ||
| γενική | του/της | λιθαγωγού | του | λιθαγωγού | ||
| αιτιατική | τον/τη | λιθαγωγό | το | λιθαγωγό | ||
| κλητική | λιθαγωγέ | λιθαγωγό | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | λιθαγωγοί | τα | λιθαγωγά | ||
| γενική | των | λιθαγωγών | των | λιθαγωγών | ||
| αιτιατική | τους/τις | λιθαγωγούς | τα | λιθαγωγά | ||
| κλητική | λιθαγωγοί | λιθαγωγά | ||||
| Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -ή. | ||||||
| ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
λιθαγωγός, -ός, -ό
- που μεταφέρει πέτρες, λίθους
- (ειδικότερα ιατρική, για φάρμακα) που έχει την ιδιότητα να βοηθά στη λιθαγωγία, την έξοδο λίθων από το σώμα
Μεταφράσεις
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λιθαγωγός | οι | λιθαγωγοί |
| γενική | του | λιθαγωγού | των | λιθαγωγών |
| αιτιατική | τον | λιθαγωγό | τους | λιθαγωγούς |
| κλητική | λιθαγωγέ | λιθαγωγοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
λιθαγωγός αρσενικό
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | λιθαγωγός | τὸ | λιθαγωγόν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | λιθαγωγοῦ | τοῦ | λιθαγωγοῦ | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | λιθαγωγῷ | τῷ | λιθαγωγῷ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | λιθαγωγόν | τὸ | λιθαγωγόν | ||
| κλητική ὦ! | λιθαγωγέ | λιθαγωγόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | λιθαγωγοί | τὰ | λιθαγωγᾰ́ | ||
| γενική | τῶν | λιθαγωγῶν | τῶν | λιθαγωγῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | λιθαγωγοῖς | τοῖς | λιθαγωγοῖς | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | λιθαγωγούς | τὰ | λιθαγωγᾰ́ | ||
| κλητική ὦ! | λιθαγωγοί | λιθαγωγᾰ́ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λιθαγωγώ | τὼ | λιθαγωγώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | λιθαγωγοῖν | τοῖν | λιθαγωγοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λιθαγωγός < (αρχαία ελληνική λίθος) λιθ- + -αγωγός (ἀγωγός)
Επίθετο
λῐθᾰγωγός, -ός, -όν
- (ελληνιστική κοινή) λιθαγωγός, που μεταφέρει πέτρες, λίθους
- ↪ λιθαγωγός ναῦς, λιθαγωγός μηχανή
Πηγές
- λιθαγωγός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.