λιθαγωγός

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λιθαγωγός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λιθαγωγός < (λίθος) λιθ- + -αγωγός

Προφορά

ΔΦΑ : /li.θa.ɣoˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λιθαγωγός

Επίθετο

 πτώσεις       ενικός      
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η λιθαγωγός το λιθαγωγό
      γενική του/της λιθαγωγού του λιθαγωγού
    αιτιατική τον/τη λιθαγωγό το λιθαγωγό
     κλητική λιθαγωγέ λιθαγωγό
 πτώσεις   πληθυντικός  
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιθαγωγοί τα λιθαγωγά
      γενική των λιθαγωγών των λιθαγωγών
    αιτιατική τους/τις λιθαγωγούς τα λιθαγωγά
     κλητική λιθαγωγοί λιθαγωγά
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

λιθαγωγός, -ός, -ό

  1. που μεταφέρει πέτρες, λίθους
  2. (ειδικότερα ιατρική, για φάρμακα) που έχει την ιδιότητα να βοηθά στη λιθαγωγία, την έξοδο λίθων από το σώμα

Συγγενικά

  • λιθαγωγία

 και δείτε τις λέξεις λίθος, αγωγός και άγω

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λιθαγωγός οι λιθαγωγοί
      γενική του λιθαγωγού των λιθαγωγών
    αιτιατική τον λιθαγωγό τους λιθαγωγούς
     κλητική λιθαγωγέ λιθαγωγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

λιθαγωγός αρσενικό

Πηγές


Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / λιθαγωγός τὸ λιθαγωγόν
      γενική τοῦ/τῆς λιθαγωγοῦ τοῦ λιθαγωγοῦ
      δοτική τῷ/τῇ λιθαγωγ τῷ λιθαγωγ
    αιτιατική τὸν/τὴν λιθαγωγόν τὸ λιθαγωγόν
     κλητική ! λιθαγωγέ λιθαγωγόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ λιθαγωγοί τὰ λιθαγωγᾰ́
      γενική τῶν λιθαγωγῶν τῶν λιθαγωγῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς λιθαγωγοῖς τοῖς λιθαγωγοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς λιθαγωγούς τὰ λιθαγωγᾰ́
     κλητική ! λιθαγωγοί λιθαγωγᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λιθαγωγώ τὼ λιθαγωγώ
      γεν-δοτ τοῖν λιθαγωγοῖν τοῖν λιθαγωγοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λιθαγωγός < (αρχαία ελληνική λίθος) λιθ- + -αγωγός (ἀγωγός)

Επίθετο

λῐθᾰγωγός, -ός, -όν

Συγγενικά

  • λιθαγωγία

 και δείτε τις λέξεις λίθος και ἄγω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.