κόλλημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κόλλημα | τα | κολλήματα |
| γενική | του | κολλήματος | των | κολλημάτων |
| αιτιατική | το | κόλλημα | τα | κολλήματα |
| κλητική | κόλλημα | κολλήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κόλλημα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κόλλημα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈko.li.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κόλ‐λη‐μα
- ομόηχο: κώλυμα
Ουσιαστικό
κόλλημα ουδέτερο
- ένωση με κολλητική ουσία
- ↪ Θέλει γερό κόλλημα για να μη σου ξανασπάσει.
- τεχνικό πρόβλημα διακοπής λειτουργίας
- ↪ Κόλλημα του κεντρικού υπολογιστή προκάλεσε χάος στο σύστημα.
- έμμονη ιδέα
- ↪ Έχει φάει κόλλημα με το βικιλεξικό.
- επίμονο και εκνευριστικό πλησίασμα κάποιου
- ↪ Μετά από τέτοιο πολύωρο κόλλημα, έχασε την υπομονή του.
Συγγενικά
→ και δείτε τη λέξη κόλλα
Μεταφράσεις
Πηγές
- κόλλημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κόλλημα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κόλλημα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κόλλημα
Ουσιαστικό
κόλλημα ουδέτερο
- κόλλημα
- το μέρος όπου γίνεται η επικόλληση
- (ιατρική) είδος δερματοπάθειας
Κλιτικοί τύποι
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κόλλα
Πηγές
- κόλλημα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- κόλλημα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | κόλλημᾰ | τὰ | κολλήμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | κολλήμᾰτος | τῶν | κολλημᾰ́των |
| δοτική | τῷ | κολλήμᾰτῐ | τοῖς | κολλήμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | κόλλημᾰ | τὰ | κολλήμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | κόλλημᾰ | κολλήμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κολλήμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κολλημᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κόλλημα < κολλάω, κολλη- + -μα
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: κόλλημα ⇒ νέα ελληνικά: κόλλημα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κόλλα
Πηγές
- κόλλημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.