επικόλληση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επικόλληση οι επικολλήσεις
      γενική της επικόλλησης* των επικολλήσεων
    αιτιατική την επικόλληση τις επικολλήσεις
     κλητική επικόλληση επικολλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επικολλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επικόλληση < επικολλώ + -ση < επι- + κολλώ

Προφορά

ΔΦΑ : /e.piˈko.li.si/

Ουσιαστικό

επικόλληση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.