έμμονος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έμμονος η έμμονη το έμμονο
      γενική του έμμονου της έμμονης του έμμονου
    αιτιατική τον έμμονο την έμμονη το έμμονο
     κλητική έμμονε έμμονη έμμονο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έμμονοι οι έμμονες τα έμμονα
      γενική των έμμονων των έμμονων των έμμονων
    αιτιατική τους έμμονους τις έμμονες τα έμμονα
     κλητική έμμονοι έμμονες έμμονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

έμμονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔμμονος < ἐμμένω < ἐν- + μένω & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική fixe

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.mo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έμμονος
παρώνυμα: έμμηνος, Αίμονας

Επίθετο

έμμονος, -η, -ο

  1. (λόγιο) που εμμένει
     συνώνυμα: ανυποχώρητος, επίμονος, σταθερός
  2. (φιλοσοφία) που ενυπάρχει σε κάτι
     αντώνυμα: υπερβατικός
     δείτε τον όρο εμμονοκρατία

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.