κολλάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κολλάω < κολλ(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κολλῶ, συνηρημένος τύπος του κολλάω < κόλλα
Προφορά
- ΔΦΑ : /koˈla.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κολ‐λά‐ω
Ρήμα
κολλάω/κολλώ, πρτ.: κολλούσα/κόλλαγα, αόρ.: κόλλησα, παθ.φωνή: κολλιέμαι, π.αόρ.: κολλήθηκα, μτχ.π.π.: κολλημένος
- ενώνω δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη αντικειμένου με κάποια κόλλα
- (μεταφορικά) βρίσκομαι σε πολύ στενή επαφή με κάποιον, είμαι πολύ καλός φίλος με κάποιον
- ↪ έχουν κολλήσει για τα καλά οι δυό τους
- (μεταφορικά) ακολουθώ κάποιον συνεχώς από πολύ μικρή απόσταση
- ↪ Προσπέρασα κάποιον στο δρόμο με το αυτοκίνητο κι αυτός μετά κόλλησε από πίσω μου και μου άναβε τα φώτα.
- (μεταφορικά) φέρομαι προκλητικά ή επιθετικά απέναντι σε κάποιον, παρενοχλώ
- ↪ Μη μου κολλάς εμένα, γιατί θα πάρω ανάποδες!
- (μεταφορικά) προσπαθώ να προσεγγίσω ερωτικά ένα άτομο ή παρενοχλώ σεξουαλικά
- ↪ Τι γίνεται με τον Τάκη; Μου φαίνεται ότι σου κολλάει!
- αντιμετωπίζω μια δυσκολία κατά την πρόοδο μιας εργασίας που με εμποδίζει να συνεχίσω
- ↪ Έχω κολλήσει εδώ και δυο ώρες σε μια άσκηση και δεν μπορώ να τη λύσω με τίποτα.
- αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά σε μια δραστηριότητα που με απορροφά
- ↪ Έχει κολλήσει στον υπολογιστή της και μας έχει ξεχάσει εμάς τους φίλους της.
- αρρωσταίνω από μεταδοτικό νόσημα που μου μεταδόθηκε
- ↪ κόλλησα γρίπη
- (για μεταδοτικά νοσήματα) μεταδίδομαι
- ↪ κάποιοι υποστηρίζουν ότι το απλό κρύωμα δεν κολλάει
- κολνάω
Εκφράσεις
- κόλλα το!
- κολλάω στον τοίχο, κολλάω κάποιον στον τοίχο : αποστομώνω κάποιον
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κολλάω - κολλώ | κολλούσα | θα κολλάω - κολλώ | να κολλάω - κολλώ | κολλώντας | |
| β' ενικ. | κολλάς | κολλούσες | θα κολλάς | να κολλάς | κόλλα - κόλλαγε | |
| γ' ενικ. | κολλάει - κολλά | κολλούσε | θα κολλάει - κολλά | να κολλάει - κολλά | ||
| α' πληθ. | κολλάμε - κολλούμε | κολλούσαμε | θα κολλάμε - κολλούμε | να κολλάμε - κολλούμε | ||
| β' πληθ. | κολλάτε | κολλούσατε | θα κολλάτε | να κολλάτε | κολλάτε | |
| γ' πληθ. | κολλάν(ε) - κολλούν(ε) | κολλούσαν(ε) | θα κολλάν(ε) - κολλούν(ε) | να κολλάν(ε) - κολλούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κόλλησα | θα κολλήσω | να κολλήσω | κολλήσει | ||
| β' ενικ. | κόλλησες | θα κολλήσεις | να κολλήσεις | κόλλα - κόλλησε | ||
| γ' ενικ. | κόλλησε | θα κολλήσει | να κολλήσει | |||
| α' πληθ. | κολλήσαμε | θα κολλήσουμε | να κολλήσουμε | |||
| β' πληθ. | κολλήσατε | θα κολλήσετε | να κολλήσετε | κολλήστε | ||
| γ' πληθ. | κόλλησαν κολλήσαν(ε) |
θα κολλήσουν(ε) | να κολλήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κολλήσει | είχα κολλήσει | θα έχω κολλήσει | να έχω κολλήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κολλήσει | είχες κολλήσει | θα έχεις κολλήσει | να έχεις κολλήσει | έχε κολλημένο | |
| γ' ενικ. | έχει κολλήσει | είχε κολλήσει | θα έχει κολλήσει | να έχει κολλήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κολλήσει | είχαμε κολλήσει | θα έχουμε κολλήσει | να έχουμε κολλήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κολλήσει | είχατε κολλήσει | θα έχετε κολλήσει | να έχετε κολλήσει | έχετε κολλημένο | |
| γ' πληθ. | έχουν κολλήσει | είχαν κολλήσει | θα έχουν κολλήσει | να έχουν κολλήσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κολλημένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κολλημένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κολλημένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κολλημένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κολλιέμαι | κολλιόμουν(α) | θα κολλιέμαι | να κολλιέμαι | ||
| β' ενικ. | κολλιέσαι | κολλιόσουν(α) | θα κολλιέσαι | να κολλιέσαι | ||
| γ' ενικ. | κολλιέται | κολλιόταν(ε) | θα κολλιέται | να κολλιέται | ||
| α' πληθ. | κολλιόμαστε | κολλιόμαστε κολλιόμασταν |
θα κολλιόμαστε | να κολλιόμαστε | ||
| β' πληθ. | κολλιέστε | κολλιόσαστε κολλιόσασταν |
θα κολλιέστε | να κολλιέστε | κολλιέστε | |
| γ' πληθ. | κολλιούνται | κολλιόνταν(ε) κολλιούνταν κολλιόντουσαν |
θα κολλιούνται | να κολλιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κολλήθηκα | θα κολληθώ | να κολληθώ | κολληθεί | ||
| β' ενικ. | κολλήθηκες | θα κολληθείς | να κολληθείς | κολλήσου | ||
| γ' ενικ. | κολλήθηκε | θα κολληθεί | να κολληθεί | |||
| α' πληθ. | κολληθήκαμε | θα κολληθούμε | να κολληθούμε | |||
| β' πληθ. | κολληθήκατε | θα κολληθείτε | να κολληθείτε | κολληθείτε | ||
| γ' πληθ. | κολλήθηκαν κολληθήκαν(ε) |
θα κολληθούν(ε) | να κολληθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω κολληθεί | είχα κολληθεί | θα έχω κολληθεί | να έχω κολληθεί | κολλημένος | |
| β' ενικ. | έχεις κολληθεί | είχες κολληθεί | θα έχεις κολληθεί | να έχεις κολληθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει κολληθεί | είχε κολληθεί | θα έχει κολληθεί | να έχει κολληθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε κολληθεί | είχαμε κολληθεί | θα έχουμε κολληθεί | να έχουμε κολληθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε κολληθεί | είχατε κολληθεί | θα έχετε κολληθεί | να έχετε κολληθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν κολληθεί | είχαν κολληθεί | θα έχουν κολληθεί | να έχουν κολληθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κολλημένος - είμαστε, είστε, είναι κολλημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κολλημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κολλημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κολλημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κολλημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κολλημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κολλημένοι | |||||
Μεταφράσεις
κυριολεκτικά: ενώνω μόνιμα
βρίσκομαι σε πολύ στενή επαφή με κάποιον
Πηγές
- κολλώ, -άω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
κολλάω
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘Πίνδαρος, Νεμεονίκαις, ΣΩΓΕΝΕΙ ΑΙΓΙΝΗΤῌ ΠΑΙΔΙ ΠΕΝΤΑΘΛῼ, 7.78-7.80
- Μοῖσά τοι | κολλᾷ χρυσὸν ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ᾽ ἁμᾶ | καὶ λείριον ἄνθεμον ποντίας ὑφελοῖσ᾽ ἐέρσας.
- η Μούσα μου εμένα χρυσάφι κολλά | με λευκό ελεφαντόδοντο κι άλικο | κρινανθό, που απ᾽ τα σπλάχνα της θάλασσας βγάζει.
- Μετάφραση (1937): Ιωάννης Γρυπάρης, @greek‑language.gr
- Μοῖσά τοι | κολλᾷ χρυσὸν ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ᾽ ἁμᾶ | καὶ λείριον ἄνθεμον ποντίας ὑφελοῖσ᾽ ἐέρσας.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘Πίνδαρος, Νεμεονίκαις, ΣΩΓΕΝΕΙ ΑΙΓΙΝΗΤῌ ΠΑΙΔΙ ΠΕΝΤΑΘΛῼ, 7.78-7.80
Πηγές
- κολλάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κολλάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.