κολλάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κολλάω < κολλ(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κολλῶ, συνηρημένος τύπος του κολλάω < κόλλα

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈla.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κολλάω

Ρήμα

κολλάω/κολλώ, πρτ.: κολλούσα/κόλλαγα, αόρ.: κόλλησα, παθ.φωνή: κολλιέμαι, π.αόρ.: κολλήθηκα, μτχ.π.π.: κολλημένος

  1. ενώνω δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη αντικειμένου με κάποια κόλλα
  2. (μεταφορικά) βρίσκομαι σε πολύ στενή επαφή με κάποιον, είμαι πολύ καλός φίλος με κάποιον
    έχουν κολλήσει για τα καλά οι δυό τους
  3. (μεταφορικά) ακολουθώ κάποιον συνεχώς από πολύ μικρή απόσταση
    Προσπέρασα κάποιον στο δρόμο με το αυτοκίνητο κι αυτός μετά κόλλησε από πίσω μου και μου άναβε τα φώτα.
  4. (μεταφορικά) φέρομαι προκλητικά ή επιθετικά απέναντι σε κάποιον, παρενοχλώ
    Μη μου κολλάς εμένα, γιατί θα πάρω ανάποδες!
  5. (μεταφορικά) προσπαθώ να προσεγγίσω ερωτικά ένα άτομο ή παρενοχλώ σεξουαλικά
    Τι γίνεται με τον Τάκη; Μου φαίνεται ότι σου κολλάει!
  6. αντιμετωπίζω μια δυσκολία κατά την πρόοδο μιας εργασίας που με εμποδίζει να συνεχίσω
    Έχω κολλήσει εδώ και δυο ώρες σε μια άσκηση και δεν μπορώ να τη λύσω με τίποτα.
  7. αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά σε μια δραστηριότητα που με απορροφά
    Έχει κολλήσει στον υπολογιστή της και μας έχει ξεχάσει εμάς τους φίλους της.
  8. αρρωσταίνω από μεταδοτικό νόσημα που μου μεταδόθηκε
    κόλλησα γρίπη
  9. (για μεταδοτικά νοσήματα) μεταδίδομαι
    κάποιοι υποστηρίζουν ότι το απλό κρύωμα δεν κολλάει

  • κολνάω

Εκφράσεις

  • κόλλα το!
  • κολλάω στον τοίχο, κολλάω κάποιον στον τοίχο : αποστομώνω κάποιον

Συγγενικά

Σύνθετα

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κολλάω < κόλλ(α) + -άω / -ῶ

Ρήμα

κολλάω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.