κολλημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κολλημένος | η | κολλημένη | το | κολλημένο |
| γενική | του | κολλημένου | της | κολλημένης | του | κολλημένου |
| αιτιατική | τον | κολλημένο | την | κολλημένη | το | κολλημένο |
| κλητική | κολλημένε | κολλημένη | κολλημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κολλημένοι | οι | κολλημένες | τα | κολλημένα |
| γενική | των | κολλημένων | των | κολλημένων | των | κολλημένων |
| αιτιατική | τους | κολλημένους | τις | κολλημένες | τα | κολλημένα |
| κλητική | κολλημένοι | κολλημένες | κολλημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κολλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κολλάω / κολλώ
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.liˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κολ‐λη‐μέ‐νος
Μετοχή
κολλημένος, -η, -ο
Σύνθετα
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- λήγουν σε -κολλημένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.