collage
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- collage < coller
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɔ.laʒ/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| collage | collages |
collage (fr) αρσενικό
- το κόλλημα
- η ιδιότητα του να είναι κάτι κολλημένο
- (τέχνη) το κολάζ
- (μεταφορικά) (οικείο) η συγκατοίκηση ενός άντρα και μιας γυναίκας χωρίς να είναι παντρεμένοι
Αντώνυμα
- décollage
- décollement
Συγγενικά
Παράγωγα
- décollage
- encollage
- recollage
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.