αποκόλληση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποκόλληση | οι | αποκολλήσεις |
| γενική | της | αποκόλλησης* | των | αποκολλήσεων |
| αιτιατική | την | αποκόλληση | τις | αποκολλήσεις |
| κλητική | αποκόλληση | αποκολλήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποκολλήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποκόλληση < αποκολλώ + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décollement)
Μεταφράσεις
αποκόλληση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.