αποκόλληση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποκόλληση οι αποκολλήσεις
      γενική της αποκόλλησης* των αποκολλήσεων
    αιτιατική την αποκόλληση τις αποκολλήσεις
     κλητική αποκόλληση αποκολλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκολλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποκόλληση < αποκολλώ + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décollement)

Ουσιαστικό

αποκόλληση θηλυκό

  1. (λόγιο) ξεκόλλημα
  2. (μεταφορικά) χωρισμός, αποδέσμευση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.