δερματοπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δερματοπάθεια | οι | δερματοπάθειες |
| γενική | της | δερματοπάθειας | των | δερματοπαθειών |
| αιτιατική | τη | δερματοπάθεια | τις | δερματοπάθειες |
| κλητική | δερματοπάθεια | δερματοπάθειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δερματοπάθεια < νεολατινική dermatopathia < αρχαία ελληνική δέρμα + πάθος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.