αυτοκόλλητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυτοκόλλητος | η | αυτοκόλλητη | το | αυτοκόλλητο |
| γενική | του | αυτοκόλλητου | της | αυτοκόλλητης | του | αυτοκόλλητου |
| αιτιατική | τον | αυτοκόλλητο | την | αυτοκόλλητη | το | αυτοκόλλητο |
| κλητική | αυτοκόλλητε | αυτοκόλλητη | αυτοκόλλητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυτοκόλλητοι | οι | αυτοκόλλητες | τα | αυτοκόλλητα |
| γενική | των | αυτοκόλλητων | των | αυτοκόλλητων | των | αυτοκόλλητων |
| αιτιατική | τους | αυτοκόλλητους | τις | αυτοκόλλητες | τα | αυτοκόλλητα |
| κλητική | αυτοκόλλητοι | αυτοκόλλητες | αυτοκόλλητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αυτοκόλλητος < αυτο- + κολλώ + -τος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-sticking)
Επίθετο
αυτοκόλλητος
- που κολλά από μόνος του, χωρίς χρήση επιπλέον κόλλας
- (ουσιαστικοποιημένο) αυτοκόλλητο
Συγγενικά
- αυτοκόλληση
- αυτοκόλλητο
- → δείτε τις λέξεις αυτός και κόλλα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.