πορφυρό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πορφυρό τα πορφυρά
      γενική του πορφυρού των πορφυρών
    αιτιατική το πορφυρό τα πορφυρά
     κλητική πορφυρό πορφυρά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πορφυρό < ουδέτερο του πορφυρός < αρχαία ελληνική πορφύρεος / πορφυροῦς < πορφύρα

Ουσιαστικό

πορφυρό ουδέτερο

Συνώνυμα

  • βαθυκόκκινο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πορφυρό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.