άλικο
Νέα ελληνικά
(el)
Ουσιαστικό
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
άλικ
ο
τα
άλικ
α
γενική
του
άλικ
ου
των
άλικ
ων
αιτιατική
το
άλικ
ο
τα
άλικ
α
κλητική
άλικ
ο
άλικ
α
Κατηγορία όπως «σίδερο» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
άλικο
ουδέτερο
(
χρώμα
)
το
άλικο
χρώμα
άλικο
(χρώμα):
Κλιτικός τύπος επιθέτου
άλικο
αιτιατική
ενικού
του
άλικος
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
ενικού
,
ουδέτερου
γένους
του
άλικος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.