κυνηγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κυνηγός οι κυνηγοί
      γενική του κυνηγού των κυνηγών
    αιτιατική τον κυνηγό τους κυνηγούς
     κλητική κυνηγέ κυνηγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυνηγός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κυνηγός (που οδηγεί κυνηγετικά σκυλιά) < κύων (σκύλος) γενική κυνός + -ηγός (< ἄγω)

Ουσιαστικό

κυνηγός αρσενικό

  1. (επάγγελμα) αυτός που ασχολείται με το κυνήγι, ο θηρευτής (η λέξη οφείλει το σχηματισμό της στο ότι το κυνήγι συνήθως γίνεται με σκύλους)
  2. ο επιθετικός παίκτης σε ομαδικό άθλημα όπως στο ποδόσφαιρο

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
κυνηγ- 

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κῠνηγ-
ονομαστική / κυνηγός οἱ/αἱ κυνηγοί
      γενική τοῦ/τῆς κυνηγοῦ τῶν κυνηγῶν
      δοτική τῷ/τῇ κυνηγ τοῖς/ταῖς κυνηγοῖς
    αιτιατική τὸν/τὴν κυνηγόν τοὺς/τὰς κυνηγούς
     κλητική ! κυνηγέ κυνηγοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυνηγώ
γεν-δοτ τοῖν  κυνηγοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ἰατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυνηγός < κύων (σκύλος) κυν- (όπως στη γενική: κυνός) + -ηγός (< ἄγω). Ήδη, τύπος δοτικής στη μυκηναϊκή 𐀓𐀙𐀐𐀲𐀂 (ku-na-ke-ta-i, κυναγέταις)[1]

Ουσιαστικό

κῠνηγός αρσενικό ή θηλυκό (και θηλυκό κυνηγίς), δωρικός τύπος: κῠνᾱγός

  • αυτός που οδηγεί κυνηγετικά σκυλιά
    για την προσωνυμία της Αρτέμιδος  δείτε τη λέξη κυναγός

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
κυνηγ-, κυναγ- 

θέμα κῠνηγ-

  • ἀρχικυνηγός
  • ἐκκυνηγέσσω
  • ἐκκυνηγετέω
  • ἐκκυνηγετητέον
  • θεατροκυνηγέσιον
  • κοντοκυνηγέσιον
  • κυνηγεσία
  • κυνηγέσιον
  • κυνηγέσσω
  • κυνηγετέω
  • κυνηγέτης
  • κυνηγετικός
  • κυνηγέτις
  • κυνηγέω
  • κυνηγητήρ
  • κυνηγία
  • κυνηγικός
  • κυνήγιον
  • κυνηγίς
  • παιδικυνηγεσία
  • προκυνηγία
  • συγκυνηγετέω
  • συγκυνηγέτης
  • συγκυνηγέω
  • συγκυνηγός
  • φιλοκυνηγέτης
  • φιλοκυνηγία
  • φιλοκύνηγος

θέμα κῠνᾱγ-  δείτε τη λέξη κυναγός

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.