κυνηγετικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κυνηγετικός | η | κυνηγετική | το | κυνηγετικό |
| γενική | του | κυνηγετικού | της | κυνηγετικής | του | κυνηγετικού |
| αιτιατική | τον | κυνηγετικό | την | κυνηγετική | το | κυνηγετικό |
| κλητική | κυνηγετικέ | κυνηγετική | κυνηγετικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κυνηγετικοί | οι | κυνηγετικές | τα | κυνηγετικά |
| γενική | των | κυνηγετικών | των | κυνηγετικών | των | κυνηγετικών |
| αιτιατική | τους | κυνηγετικούς | τις | κυνηγετικές | τα | κυνηγετικά |
| κλητική | κυνηγετικοί | κυνηγετικές | κυνηγετικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κυνηγετικός < κυνηγέτης
Επίθετο
κυνηγετικός και κυνηγητικός
- εκείνος που του αρέσει το κυνήγι, που είναι καλός σε αυτό ή κατάλληλος για αυτό
- κυνηγετικό όπλο
- κυνηγετική καραμπίνα
- κυνηγετική περίοδος
- κυνηγετικός τύπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.