κυνηγέσιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | κυνηγέσιον | τὰ | κυνηγέσιᾰ |
| γενική | τοῦ | κυνηγεσίου | τῶν | κυνηγεσίων |
| δοτική | τῷ | κυνηγεσίῳ | τοῖς | κυνηγεσίοις |
| αιτιατική | τὸ | κυνηγέσιον | τὰ | κυνηγέσιᾰ |
| κλητική ὦ! | κυνηγέσιον | κυνηγέσιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυνηγεσίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κυνηγεσίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυνηγέσιον < κυνηγετέω
Ουσιαστικό
κυνηγέσιον ουδέτερο
Πηγές
- κυνηγέσιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κυνηγέσιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.