κυνηγάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κυνηγάω < κυνηγ(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κυνηγῶ, συνηρημένος τύπος του κυνηγέω < κυνηγός < κύων + ἄγω (οδηγώ τα σκυλιά)

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.niˈɣa.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυνηγάω

Ρήμα

κυνηγάω/κυνηγώ, αόρ.: κυνήγησα, παθ.φωνή: κυνηγιέμαι, π.αόρ.: κυνηγήθηκα, μτχ.π.π.: κυνηγημένος

  1. προσπαθώ να εντοπίσω και να σκοτώσω ένα θήραμα
    κυνηγούσα αγριογούρουνα πάνω στο βουνό
  2. καταδιώκω κάποιον, τρέχω για να τον πιάσω ή να τον προλάβω
  3. κατατρέχω κάποιον
  4. επιδιώκω κάτι
    σε όλη του τη ζωή κυνηγούσε το χρήμα
  5.  και δείτε τη λέξη κυνηγιέμαι (παθητικός τύπος)

Παράγωγα

Συγγενικά

Συνώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.