κυνηγεσία

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κυνηγεσία < ελληνιστική κοινή κυνηγεσία

Ουσιαστικό

κυνηγεσία θηλυκό

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κυνηγεσί αἱ κυνηγεσίαι
      γενική τῆς κυνηγεσίᾱς τῶν κυνηγεσιῶν
      δοτική τῇ κυνηγεσί ταῖς κυνηγεσίαις
    αιτιατική τὴν κυνηγεσίᾱν τὰς κυνηγεσίᾱς
     κλητική ! κυνηγεσί κυνηγεσίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυνηγεσί
γεν-δοτ τοῖν  κυνηγεσίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυνηγεσία < κυνηγετέω

Ουσιαστικό

κυνηγεσία θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.