κύων

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κύων  δείτε το αρχαίο κύων

Ουσιαστικό

κύων αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο κύων)

Εκφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ουσιαστικά μεταπλαστά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κῠων- κῠον- κῠν-
ονομαστική / κύων οἱ/αἱ κύνες
      γενική τοῦ/τῆς κυνός τῶν κυνῶν
      δοτική τῷ/τῇ κυνῐ́ τοῖς/ταῖς κυσῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν κύν τοὺς/τὰς κύνᾰς
     κλητική ! κύον κύνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κύνε
γεν-δοτ τοῖν  κυνοῖν
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'μεταπλαστά' - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κύων < κληρονομημένο από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱwṓ. Συγγενή: σανσκριτική श्वन् (śván), λατινική canis (> γαλλική chien), αγγλοσαξονική hund, αγγλική hound

Ουσιαστικό

κύων αρσενικό ή θηλυκό

  1. (ζωολογία) ο σκύλος
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 4 (στίχοι 4-5)
    αὐτοὺς δὲ ἑλώρια τεῦχε κύνεσσιν | οἰωνοῖσί τε πᾶσι,
    κι έδωκεν αυτούς αρπάγματα των σκύλων | και των ορνέων
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greeklanguage.gr
  2. (μεταφορικά, υβριστικό) σκύλος
  3. ο Σείριος (στον αστερισμό του Κυνός)
  4. η άρθρωση στον αστράγαλο του αλόγου

Συγγενικά

  • κυναγέσιον
  • κυναγέτας
  • κυνάγκη
  • κυναγός
  • κυναγωγός
  • κυνάγχη
  • κυνάγχης
  • κυναγχικός
  • κύναγχον
  • κύναγχος
  • κυναίδης
  • κυνάκανθα
  • κυνακτής
  • κυναλώπηξ
  • κυναμολγοί
  • κυνάμυια
  • κυνάνθρωπος
  • κυνάριον: υποκοριστικό του κύων
  • κυνάς
  • κύναστρος
  • κυνέη
  • κύνειος
  • κύνειρα
  • κυνηδόν (επίρρημα)
  • κυνηλασία
  • κυνηλατέω
  • κυνιδεύς: υποκοριστικό του κύων
  • κυνίδιον: υποκοριστικό του κύων
  • κυνικός
  • κυνίσκη: υποκοριστικό του κύων
  • κυνίσκος: υποκοριστικό του κύων
  • κυνισμός
  • κυνιστέον
  • κυνιστί (επίρρημα)
  • κυνίζω
  • κυνοβλώψ
  • κυνοβορά
  • κυνοβοσκός
  • κυνόβρωτος
  • κυνόδεσμος
  • κυνοδηκτικός
  • κυνόδηκτος
  • κυνόδους
  • κυνοδρομέω
  • κυνοδρομία
  • κυνοειδής
  • κυνογαμία
  • κυνόγλωσσος
  • κυνοκαύματα
  • κυνοκεφάλιον
  • κυνοκεφαλιστί (επίρρημα)
  • κυνοκεφαλοειδής
  • κυνοκέφαλος
  • κυνοκλόπος
  • κυνοκοπέω
  • κυνοκτόνος
  • κυνολογέω
  • κυνόλυκος
  • κυνομαντεία
  • κυνομαχέω
  • κυνόμορφος
  • κυνομόριον
  • κυνόπρασον
  • κυνόπρηστις
  • κυνοπρόσωπος
  • κυνοθαρσής
  • κυνοθρασής
  • κυνοραιστής
  • κυνόροδον
  • κυνορράφιον
  • κυνορτικός
  • κυνορχίας
  • Κῦνος
  • Κυνὸς κεφαλαί
  • Κυνὸς σῆμα
  • Κυνόσαργες
  • κυνόσβατος
  • κυνοσφαγής
  • Κυνόσουρα
  • κυνόσουρα
  • κυνοσουρίς
  • κυνόσουρος
  • κυνοσπάρακτος
  • κυνοσπάς
  • κυνόσπαστος
  • κυνοσσόος
  • κυνοτρόφος
  • κυνουλκός
  • κυνοῦχος
  • κυνοφαγέω
  • κυνοφάλιον
  • κυνοφόντις
  • κυνοφθαλμίζομαι
  • κυνόφρων
  • κυνοχάλκη
  • κύντατος
  • κύντερος
  • κυνυλαγμός
  • Κυνώ
  • κυνώ
  • κυνώδης
  • κυνώπης
  • κυνῶπις
  • κυνωτός
  • κύνωψ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.