κυνηγητό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κυνηγητό τα κυνηγητά
      γενική του κυνηγητού των κυνηγητών
    αιτιατική το κυνηγητό τα κυνηγητά
     κλητική κυνηγητό κυνηγητά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυνηγητό < κυνηγώ + -ητό

Ουσιαστικό

κυνηγητό ουδέτερο

  1. η καταδίωξη
    μετά τη ληστεία, άρχισε το κυνηγητό
  2. το παιδικό παιχνίδι κατά το οποίο ένα παιδί τρέχει και προσπαθεί να πιάσει ένα ή περισσότερα από τα άλλα
    παίζουμε κυνηγητό;


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.