κυνηγητό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κυνηγητό | τα | κυνηγητά |
| γενική | του | κυνηγητού | των | κυνηγητών |
| αιτιατική | το | κυνηγητό | τα | κυνηγητά |
| κλητική | κυνηγητό | κυνηγητά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυνηγητό < κυνηγώ + -ητό
Ουσιαστικό
κυνηγητό ουδέτερο
- η καταδίωξη
- μετά τη ληστεία, άρχισε το κυνηγητό
- το παιδικό παιχνίδι κατά το οποίο ένα παιδί τρέχει και προσπαθεί να πιάσει ένα ή περισσότερα από τα άλλα
- παίζουμε κυνηγητό;
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.