κυνήγημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κυνήγημα | τα | κυνηγήματα |
| γενική | του | κυνηγήματος | των | κυνηγημάτων |
| αιτιατική | το | κυνήγημα | τα | κυνηγήματα |
| κλητική | κυνήγημα | κυνηγήματα | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυνήγημα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κυνήγημα > κυνηγῶ, κυνηγη- + -μα < αρχαία ελληνική κυνηγέω / κυνηγῶ < κυνηγός < κύων + ἄγω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciˈni.ʝi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐νή‐γη‐μα
Ουσιαστικό
κυνήγημα ουδέτερο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κυνηγός
Πηγές
- κυνήγημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.