αποφασίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποφασίζω < μεσαιωνική ελληνική αποφασίζω < ελληνιστική κοινή ἀπόφασις < αρχαία ελληνική ἀποφαίνω < ἀπό + φαίνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.faˈsi.zo/
Ρήμα
αποφασίζω, πρτ.: αποφάσιζα, στ.μέλλ.: θα αποφασίσω, αόρ.: αποφάσισα, παθ.φωνή: αποφασίζεται, μτχ.π.π.: αποφασισμένος
- επιλέγω να κάνω κάτι ή διαμορφώνω μια τελική κρίση, ύστερα από σκέψη ή συζήτηση
- αποφάσισες αν θα δηλώσεις συμμετοχή;
- ορίζω ή επιβάλλω το πρακτέο, έχοντας την εξουσία ή τη δυνατότητα να το κάνω αυτό
- ο διευθυντής αποφάσισε να διακόψει την άδειά μου
- το δικαστήριο αποφάσισε υπέρ της αθωότητας του κατηγορουμένου
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποφασίζω | αποφάσιζα | θα αποφασίζω | να αποφασίζω | αποφασίζοντας | |
| β' ενικ. | αποφασίζεις | αποφάσιζες | θα αποφασίζεις | να αποφασίζεις | αποφάσιζε | |
| γ' ενικ. | αποφασίζει | αποφάσιζε | θα αποφασίζει | να αποφασίζει | ||
| α' πληθ. | αποφασίζουμε | αποφασίζαμε | θα αποφασίζουμε | να αποφασίζουμε | ||
| β' πληθ. | αποφασίζετε | αποφασίζατε | θα αποφασίζετε | να αποφασίζετε | αποφασίζετε | |
| γ' πληθ. | αποφασίζουν(ε) | αποφάσιζαν αποφασίζαν(ε) |
θα αποφασίζουν(ε) | να αποφασίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποφάσισα | θα αποφασίσω | να αποφασίσω | αποφασίσει | ||
| β' ενικ. | αποφάσισες | θα αποφασίσεις | να αποφασίσεις | αποφάσισε | ||
| γ' ενικ. | αποφάσισε | θα αποφασίσει | να αποφασίσει | |||
| α' πληθ. | αποφασίσαμε | θα αποφασίσουμε | να αποφασίσουμε | |||
| β' πληθ. | αποφασίσατε | θα αποφασίσετε | να αποφασίσετε | αποφασίστε | ||
| γ' πληθ. | αποφάσισαν αποφασίσαν(ε) |
θα αποφασίσουν(ε) | να αποφασίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποφασίσει | είχα αποφασίσει | θα έχω αποφασίσει | να έχω αποφασίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποφασίσει | είχες αποφασίσει | θα έχεις αποφασίσει | να έχεις αποφασίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποφασίσει | είχε αποφασίσει | θα έχει αποφασίσει | να έχει αποφασίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποφασίσει | είχαμε αποφασίσει | θα έχουμε αποφασίσει | να έχουμε αποφασίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποφασίσει | είχατε αποφασίσει | θα έχετε αποφασίσει | να έχετε αποφασίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποφασίσει | είχαν αποφασίσει | θα έχουν αποφασίσει | να έχουν αποφασίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.