αποφασίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποφασίζω < μεσαιωνική ελληνική αποφασίζω < ελληνιστική κοινή ἀπόφασις < αρχαία ελληνική ἀποφαίνω < ἀπό + φαίνω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.faˈsi.zo/

Ρήμα

αποφασίζω, πρτ.: αποφάσιζα, στ.μέλλ.: θα αποφασίσω, αόρ.: αποφάσισα, παθ.φωνή: αποφασίζεται, μτχ.π.π.: αποφασισμένος

  1. επιλέγω να κάνω κάτι ή διαμορφώνω μια τελική κρίση, ύστερα από σκέψη ή συζήτηση
    αποφάσισες αν θα δηλώσεις συμμετοχή;
  2. ορίζω ή επιβάλλω το πρακτέο, έχοντας την εξουσία ή τη δυνατότητα να το κάνω αυτό
    ο διευθυντής αποφάσισε να διακόψει την άδειά μου
    το δικαστήριο αποφάσισε υπέρ της αθωότητας του κατηγορουμένου

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.