ὀδούς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ὀδοντ-
ονομαστική ὀδούς οἱ ὀδόντες
      γενική τοῦ ὀδόντος τῶν ὀδόντων
      δοτική τῷ ὀδόντ τοῖς ὀδοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ὀδόντ τοὺς ὀδόντᾰς
     κλητική ! ὀδούς ὀδόντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀδόντε
γεν-δοτ τοῖν  ὀδόντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὀδούς' όπως «ὀδούς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὀδούς < πρωτοελληνική *odónts < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃dónts (δόντι). Σχηματισμός ονομαστικής ενικού: ὀδόντ- + (*ὀδόντ-ς) με αποβολή του ντ προ του σίγμα και αντέκταση του ο σε ου

Ουσιαστικό

ὀδούς, -όντος αρσενικό

  1. το δόντι
  2. οτιδήποτε μοιάζει με δόντι, όπως το δόντι του πριονιού
  3. (μεταφορικά) κάτι που προκαλεί ψυχικό πόνο
  4. (ανατομία) ο δεύτερος σπόνδυλος του λαιμού

Συγγενικά

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.