υπερασπιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπερασπιστής οι υπερασπιστές
      γενική του υπερασπιστή των υπερασπιστών
    αιτιατική τον υπερασπιστή τους υπερασπιστές
     κλητική υπερασπιστή υπερασπιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπερασπιστής < αρχαία ελληνική ὑπερασπιστής

Ουσιαστικό

υπερασπιστής αρσενικό (θηλυκό: υπερασπίστρια)

  • αυτός που υπερασπίζεται κάτι ή κάποιον
      Ο γερμανικός οικονομικός εθνικισμός, μεταμφιεσμένος σε υπερασπιστή του ευρώ, ξύπνησε τους παλαιούς ευρωπαϊκούς δαίμονες. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.