διαιτητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διαιτητής | οι | διαιτητές |
| γενική | του | διαιτητή | των | διαιτητών |
| αιτιατική | τον | διαιτητή | τους | διαιτητές |
| κλητική | διαιτητή | διαιτητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Διαιτητής χωρίζει τους αγωνιζόμενους σε αγώνα πυγμαχίας.
Ετυμολογία
- διαιτητής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαιτητής (κριτής που επιλύει διαφορές) < διαιτάω (κρίνω)
- για τον αθλητισμό < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική umpire & από τη γαλλική arbitre [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯e.tiˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐αι‐τη‐τής
Ουσιαστικό
διαιτητής αρσενικό (θηλυκό διαιτήτρια)
- (αθλητισμός, επάγγελμα) αυτός που επιτηρεί και ρυθμίζει τη διεξαγωγή ενός παιχνιδιού ή ενός αγώνα, σύμφωνα με τους κανόνες που έχουν εκ των προτέρων τεθεί
- (νομικός όρος) ο μεσολαβητής μεταξύ δύο διαδίκων για μια υπόθεσή τους
- (κατ’ επέκταση, επάγγελμα) ο μεσολαβητής μεταξύ δύο αντιτιθέμενων μερών για μια υπόθεσή τους
Συγγενικά
- διαιτησία
- διαιτητεύω
- διαιτητικός
- → δείτε τη λέξη δίαιτα
Μεταφράσεις
διαιτητής στον αθλητισμό
Αναφορές
- διαιτητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | διαιτητής | οἱ | διαιτηταί |
| γενική | τοῦ | διαιτητοῦ | τῶν | διαιτητῶν |
| δοτική | τῷ | διαιτητῇ | τοῖς | διαιτηταῖς |
| αιτιατική | τὸν | διαιτητήν | τοὺς | διαιτητᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | διαιτητᾰ́ | διαιτηταί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαιτητᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διαιτηταῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Σύνθετα
- συνδιαιτητής
Πηγές
- διαιτητής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαιτητής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.