ονειροκρίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ονειροκρίτης οι ονειροκρίτες
      γενική του ονειροκρίτη των ονειροκριτών
    αιτιατική τον ονειροκρίτη τους ονειροκρίτες
     κλητική ονειροκρίτη ονειροκρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ονειροκρίτης < (ελληνιστική κοινή) ὀνειροκρίτης < αρχαία ελληνική ὄνειρον / ὄνειρος + κριτής

Ουσιαστικό

ονειροκρίτης αρσενικό ή θηλυκό

  1. που ερμηνεύει τα όνειρα
     συνώνυμα: ονειρομάντης, ονειρολόγος
  2. βιβλίο που περιέχει διάφορες ερμηνείες ονείρων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.