log
Διεθνείς όροι
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία

Ημερολόγιο πλοίου το 1882
- log < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| log | logs |
log (en)
- κούτσουρο, ο κομμένος κορμός δένδρου
- καυσόξυλα
- ≈ συνώνυμα: firewood
- ημερολόγιο
- (μεταφορικά) κούτσουρο, αυτός που δεν έχει μορφωθεί
- (αεροπορικός όρος, ναυτικός όρος) ημερολόγιο καταγραφής σημαντικών συμβάντων σε αεροπλάνο ή πλοίο. Στα πλοία λέγεται και ημερολόγιο γέφυρας
- (πληροφορική) συντομογραφία του log file
Ρήμα
| ενεστώτας | log |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | logs |
| αόριστος | logged |
| παθητική μετοχή | logged |
| ενεργητική μετοχή | logging |
log (en)
- (μεταβατικό) καταγράφω, καταχωρώ, γράφω με επίσημο τρόπο σε ειδικό κατάλογο
- (μεταβατικό) κόβω δέντρο, η ενέργεια της υλοτομίας
Πολυλεκτικοί όροι
Παράγωγα
Εκφράσεις
- sleep like a log
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.