καθομιλουμένη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθομιλουμένη < (λόγιο δάνειο) ελληνιστική κοινή καθομιλουμένη, θηλυκή μετοχή του καθομιλοῦμαι (συνηθίζομαι) < αρχαία ελληνικά καθομιλῶ (κερδίζω την εύνοια). Από την ελληνιστική έκφραση «καθωμίληται ἡ λέξις» (η λέξη είναι σε κοινή χρήση). Ενδεχομένως σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική langue commune (κοινή γλώσσα)[1]

Ουσιαστικό

καθομιλουμένη θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.