μωσαϊκό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μωσαϊκό | τα | μωσαϊκά |
| γενική | του | μωσαϊκού | των | μωσαϊκών |
| αιτιατική | το | μωσαϊκό | τα | μωσαϊκά |
| κλητική | μωσαϊκό | μωσαϊκά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μωσαϊκό < λόγιο δάνειο από την ιταλική mosaico ή από τη γαλλική mosaique (κατάληξη -ικός) < μεσαιωνική λατινική mosaicum (opus mosaicum, ψηφιδογραφία σπηλαίων αφιερωμένων στις Μούσες) < υστερολατινική musicum αντί του musivum, ουδέτερο του musicus < λατινική Musa < αρχαία ελληνική Μοῦσα. [1] Χαρακτηρίζεται και ως αντιδάνειο.[2]

Μωσαϊκό με αστέρια.
Προφορά
- ΔΦΑ : /mo.sa.iˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μω‐σα‐ϊ‐κό
Ουσιαστικό
μωσαϊκό ουδέτερο
- (οικοδομική) πάτωμα που έχει προέλθει από το τρίψιμο της επιφάνειας συμπαγούς μάζας χρωματισμένου τσιμέντου και χαλικιών διαφόρων μεγεθών με αποτέλεσμα να δίνει την αίσθηση του ψηφιδωτού
- ↪ Το σαλόνι έχει μωσαϊκό και οι κρεβατοκάμαρες παρκέ.
- (τέχνη) ψηφιδωτό
- (μεταφορικά) χαρακτηρισμός συνόλου ομοειδών αντικειμένων που έχουν ανομοιογένεια μεταξύ τους
- (γλυκό) με σοκολάτα και μπισκότα, περισσότερο γνωστό ως κορμός
Μεταφράσεις
- → δείτε τη λέξη ψηφιδωτό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μωσαϊκό
Αναφορές
- μωσαϊκό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.