πρέμνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πρέμνο | τα | πρέμνα |
| γενική | του | πρέμνου | των | πρέμνων |
| αιτιατική | το | πρέμνο | τα | πρέμνα |
| κλητική | πρέμνο | πρέμνα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρέμνο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρέμνον
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpɾe.mno/
Ουσιαστικό
πρέμνο ουδέτερο
Συγγενικά
Αναφορές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.