κλασικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κλασικός | η | κλασική | το | κλασικό |
| γενική | του | κλασικού | της | κλασικής | του | κλασικού |
| αιτιατική | τον | κλασικό | την | κλασική | το | κλασικό |
| κλητική | κλασικέ | κλασική | κλασικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κλασικοί | οι | κλασικές | τα | κλασικά |
| γενική | των | κλασικών | των | κλασικών | των | κλασικών |
| αιτιατική | τους | κλασικούς | τις | κλασικές | τα | κλασικά |
| κλητική | κλασικοί | κλασικές | κλασικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κλασικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική classique < λατινική classicus < classis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelh₁- (καλώ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kla.siˈkos/
Επίθετο
κλασικός
- που ανήκει ή αναφέρεται στην περίοδο της αρχαίας ελληνικής ιστορίας που ξεκινά μετά τους Περσικούς Πολέμους (479 π.Χ.) και τελειώνει με το θάνατο του Αλεξάνδρου (323 π.Χ.)
- κλασική εποχή, κλασική τέχνη
- ελληνορωμαϊκός, που ανήκει ή αναφέρεται στον πολιτισμό της ακμής της Αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης
- κλασικές σπουδές, κλασικές γλώσσες
- νευτώνειος, προκβαντικός, που αφορά την κλασική-νευτώνεια μηχανική
- κλασική μηχανική
- εξαιρετικός, αξεπέραστος
- κλασικά παραμύθια
- που αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του είδους του
- κλασικός τεμπέλης
Πολυλεκτικοί όροι
- κλασική αρχαιολογία
- κλασική μουσική
- κλασικός αθλητισμός
Συγγενικά
- κλασικισμός
- κλασικιστής
- κλασικίστρια
- κλασικίζω
- κλασικότροπος
- νεοκλασικός
- προκλασικός
- → δείτε τη λέξη καλώ
Μεταφράσεις
Ουσιαστικό
κλασικός
- εξαιρετικός συγγραφέας ή επιστήμονας που έθεσε τις βάσεις της επιστήμης του
- οι κλασικοί της νεότερης λογοτεχνίας, της πολιτικής οικονομίας κλπ
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κλασικός < λατινική classicus < classis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelh₁- (καλώ)
Πηγές
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.