αξεπέραστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξεπέραστος η αξεπέραστη το αξεπέραστο
      γενική του αξεπέραστου της αξεπέραστης του αξεπέραστου
    αιτιατική τον αξεπέραστο την αξεπέραστη το αξεπέραστο
     κλητική αξεπέραστε αξεπέραστη αξεπέραστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξεπέραστοι οι αξεπέραστες τα αξεπέραστα
      γενική των αξεπέραστων των αξεπέραστων των αξεπέραστων
    αιτιατική τους αξεπέραστους τις αξεπέραστες τα αξεπέραστα
     κλητική αξεπέραστοι αξεπέραστες αξεπέραστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αξεπέραστος < α- στερητικό + ξεπερνώ + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kseˈpe.ɾa.stos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /a.kseˈpe.ɾa.sti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /a.kseˈpe.ɾa.sto/ ουδέτερο

Επίθετο

αξεπέραστος, -η, -ο

  • που δεν μπορεί κανείς να τον ξεπεράσει, να πετύχει κάτι καλύτερό του
αξεπέραστη ομορφιά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.