προκβαντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προκβαντικός | η | προκβαντική | το | προκβαντικό |
| γενική | του | προκβαντικού | της | προκβαντικής | του | προκβαντικού |
| αιτιατική | τον | προκβαντικό | την | προκβαντική | το | προκβαντικό |
| κλητική | προκβαντικέ | προκβαντική | προκβαντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προκβαντικοί | οι | προκβαντικές | τα | προκβαντικά |
| γενική | των | προκβαντικών | των | προκβαντικών | των | προκβαντικών |
| αιτιατική | τους | προκβαντικούς | τις | προκβαντικές | τα | προκβαντικά |
| κλητική | προκβαντικοί | προκβαντικές | προκβαντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
προκβαντικός αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο - (φυσική)
- νευτώνειος, που αφορά την κλασική-νευτώνεια μηχανική
- προκβαντική-κλασική μηχανική
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.