κλασικισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κλασικισμός οι κλασικισμοί
      γενική του κλασικισμού των κλασικισμών
    αιτιατική τον κλασικισμό τους κλασικισμούς
     κλητική κλασικισμέ κλασικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Βασιλικό Μουσείο Κεντρικής Αφρικής στο Βέλγιο, δείγμα κλασικισμού στην αρχιτεκτονική

Ετυμολογία

κλασικισμός < γαλλική classicisme < classique < λατινική classicus < classis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelh₁- (καλώ)

Προφορά

ΔΦΑ : /kla.si.ciˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλασικισμός

Ουσιαστικό

κλασικισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.