κλασικίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλασικίστρια οι κλασικίστριες
      γενική της κλασικίστριας των κλασικιστριών
    αιτιατική την κλασικίστρια τις κλασικίστριες
     κλητική κλασικίστρια κλασικίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλασικίστρια < κλασικιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια

Ουσιαστικό

κλασικίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.