κλασικιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κλασικιστής | οι | κλασικιστές |
| γενική | του | κλασικιστή | των | κλασικιστών |
| αιτιατική | τον | κλασικιστή | τους | κλασικιστές |
| κλητική | κλασικιστή | κλασικιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
κλασικιστής αρσενικό (θηλυκό κλασικίστρια)
- (τέχνη) οπαδός του κλασικισμού
- (φιλολογία) αυτός που μελετά τους κλασικούς ή είναι οπαδός των κλασικών σπουδών
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κλασικισμός και κλασικός
Μεταφράσεις
Αναφορές
- κλασικιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.