κλασικιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κλασικιστής οι κλασικιστές
      γενική του κλασικιστή των κλασικιστών
    αιτιατική τον κλασικιστή τους κλασικιστές
     κλητική κλασικιστή κλασικιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλασικιστής < (λόγιο δάνειο) αγγλική classicist[1] < classic +‎ -ist < γαλλική classique < γαλλική classicus < classis

Ουσιαστικό

κλασικιστής αρσενικό (θηλυκό κλασικίστρια)

  1. (τέχνη) οπαδός του κλασικισμού
  2. (φιλολογία) αυτός που μελετά τους κλασικούς ή είναι οπαδός των κλασικών σπουδών

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.