αρχαία

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾˈçe.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρχαία

Ετυμολογία 1

αρχαία < αρχαί(ος) +

Επίρρημα

αρχαία

Ετυμολογία 2

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αρχαία
      γενική των αρχαίων
    αιτιατική τα αρχαία
     κλητική αρχαία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

αρχαία < αρχαία ελληνικά με παράλειψη του ελληνικά

Ουσιαστικό

αρχαία ουδέτερο στον πληθυντικό

  1. (προφορικό) οι αρχαιότητες
    Θα πάμε εκδρομή στο Χ, να δούμε και τ' αρχαία.
  2. (προφορικό, γλώσσα, εκπαίδευση) τα αρχαία ελληνικά, ως γλώσσα και ως σχολικό μάθημα
    αύριο θα γράψουμε διαγώνισμα στα αρχαία

Ετυμολογία 3

αρχαία: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αρχαία

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.