εξαιρετικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαιρετικός η εξαιρετική το εξαιρετικό
      γενική του εξαιρετικού της εξαιρετικής του εξαιρετικού
    αιτιατική τον εξαιρετικό την εξαιρετική το εξαιρετικό
     κλητική εξαιρετικέ εξαιρετική εξαιρετικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαιρετικοί οι εξαιρετικές τα εξαιρετικά
      γενική των εξαιρετικών των εξαιρετικών των εξαιρετικών
    αιτιατική τους εξαιρετικούς τις εξαιρετικές τα εξαιρετικά
     κλητική εξαιρετικοί εξαιρετικές εξαιρετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξαιρετικός < εξαίρετ(ος) + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική exceptionnel) [1]

Επίθετο

εξαιρετικός -ή -ό

  • που ξεχωρίζει θετικά (ανάμεσα στους ομοίους του)
    ο Γιώργος είναι εξαιρετικός μαθητής
  • πολύ θετικός, ευχάριστος
    είχαμε ένα εξαιρετικό γεύμα

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.