κλασσικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κλασσικός | η | κλασσική | το | κλασσικό |
| γενική | του | κλασσικού | της | κλασσικής | του | κλασσικού |
| αιτιατική | τον | κλασσικό | την | κλασσική | το | κλασσικό |
| κλητική | κλασσικέ | κλασσική | κλασσικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κλασσικοί | οι | κλασσικές | τα | κλασσικά |
| γενική | των | κλασσικών | των | κλασσικών | των | κλασσικών |
| αιτιατική | τους | κλασσικούς | τις | κλασσικές | τα | κλασσικά |
| κλητική | κλασσικοί | κλασσικές | κλασσικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κλασσικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική classique < λατινική classicus < classis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelh₁- (καλώ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kla.siˈkos/
Μεταφράσεις
κλασσικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.