χαρακτηριστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαρακτηριστικός | η | χαρακτηριστική | το | χαρακτηριστικό |
| γενική | του | χαρακτηριστικού | της | χαρακτηριστικής | του | χαρακτηριστικού |
| αιτιατική | τον | χαρακτηριστικό | τη | χαρακτηριστική | το | χαρακτηριστικό |
| κλητική | χαρακτηριστικέ | χαρακτηριστική | χαρακτηριστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαρακτηριστικοί | οι | χαρακτηριστικές | τα | χαρακτηριστικά |
| γενική | των | χαρακτηριστικών | των | χαρακτηριστικών | των | χαρακτηριστικών |
| αιτιατική | τους | χαρακτηριστικούς | τις | χαρακτηριστικές | τα | χαρακτηριστικά |
| κλητική | χαρακτηριστικοί | χαρακτηριστικές | χαρακτηριστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χαρακτηριστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χαρακτηριστικός < χαρακτηρίζω, χαρακτηρισ- + -τικός [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /xa.ɾa.kti.ɾi.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ρα‐κτη‐ρι‐στι‐κός
Παράγωγα
- χαρακτηριστικό (ουδέτερο)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χαρακτήρας
Αναφορές
- -ιστικός (ετυμολογία), χαρακτηριστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- χαρακτηριστικός < χαρακτηρίζω, χαρακτηρισ- + -τικός [1] < αρχαία ελληνική χαρακτήρ
Επίθετο
χαρακτηριστικός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή) που έχει τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικός
- άλλες μορφές: χαρακτηρικός
Παράγωγα
- χαρακτηριστικῶς
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χαρακτήρ
Κλίση
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | χαρακτηριστικός | ἡ | χαρακτηριστική | τὸ | χαρακτηριστικόν |
| γενική | τοῦ | χαρακτηριστικοῦ | τῆς | χαρακτηριστικῆς | τοῦ | χαρακτηριστικοῦ |
| δοτική | τῷ | χαρακτηριστικῷ | τῇ | χαρακτηριστικῇ | τῷ | χαρακτηριστικῷ |
| αιτιατική | τὸν | χαρακτηριστικόν | τὴν | χαρακτηριστικήν | τὸ | χαρακτηριστικόν |
| κλητική ὦ! | χαρακτηριστικέ | χαρακτηριστική | χαρακτηριστικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | χαρακτηριστικοί | αἱ | χαρακτηριστικαί | τὰ | χαρακτηριστικᾰ́ |
| γενική | τῶν | χαρακτηριστικῶν | τῶν | χαρακτηριστικῶν | τῶν | χαρακτηριστικῶν |
| δοτική | τοῖς | χαρακτηριστικοῖς | ταῖς | χαρακτηριστικαῖς | τοῖς | χαρακτηριστικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | χαρακτηριστικούς | τὰς | χαρακτηριστικᾱ́ς | τὰ | χαρακτηριστικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | χαρακτηριστικοί | χαρακτηριστικαί | χαρακτηριστικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χαρακτηριστικώ | τὼ | χαρακτηριστικᾱ́ | τὼ | χαρακτηριστικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | χαρακτηριστικοῖν | τοῖν | χαρακτηριστικαῖν | τοῖν | χαρακτηριστικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αναφορές
- -ιστικός (ετυμολογία) - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- χαρακτηριστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.