κατσικοκλέφτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατσικοκλέφτης οι κατσικοκλέφτες
      γενική του κατσικοκλέφτη των κατσικοκλεφτών
    αιτιατική τον κατσικοκλέφτη τους κατσικοκλέφτες
     κλητική κατσικοκλέφτη κατσικοκλέφτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατσικοκλέφτης < κατσίκ(ι) + -ο- + κλέφτης

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.t͡si.koˈkle.ftis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατσικοκλέφτης

Ουσιαστικό

κατσικοκλέφτης αρσενικό (θηλυκό κατσικοκλέφτρα)

  1. αυτός που κλέβει κατσίκια
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) μικροαπατεώνας, απατεωνίσκος

Συγγενικά

Υπερώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.