πρωτοκλέφτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πρωτοκλέφτης | οι | πρωτοκλέφτες |
| γενική | του | πρωτοκλέφτη | των | πρωτοκλεφτών |
| αιτιατική | τον | πρωτοκλέφτη | τους | πρωτοκλέφτες |
| κλητική | πρωτοκλέφτη | πρωτοκλέφτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.toˈkle.ftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐το‐κλέ‐φτης
Μεταφράσεις
πρωτοκλέφτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.