Κλέφτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κλέφτης οι Κλέφτες
      γενική του Κλέφτη των Κλεφτών
    αιτιατική τον Κλέφτη τους Κλέφτες
     κλητική Κλέφτη Κλέφτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κλέφτης < κλέφτης < μεσαιωνική ελληνική κλέφτης < αρχαία ελληνική κλέπτης

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkle.ftis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κλέφτης

Ουσιαστικό

Κλέφτης αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.