κλεφτοκοτάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κλεφτοκοτάς οι κλεφτοκοτάδες
      γενική του κλεφτοκοτά των κλεφτοκοτάδων
    αιτιατική τον κλεφτοκοτά τους κλεφτοκοτάδες
     κλητική κλεφτοκοτά κλεφτοκοτάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλεφτοκοτάς < κλεφτο- + κότ(α) + -άς

Προφορά

ΔΦΑ : /kle.fto.koˈtas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλεφτοκοτάς

Ουσιαστικό

κλεφτοκοτάς αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά) αυτός που κλέβει κότες
  2. (μεταφορικά) αυτός που κλέβει μικρά και ασήμαντα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.