κλέπτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κλέπτης | οι | κλέπτες |
| γενική | του | κλέπτη | των | κλεπτών |
| αιτιατική | τον | κλέπτη | τους | κλέπτες |
| κλητική | κλέπτη | κλέπτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλέπτης < αρχαία ελληνική κλέπτης
Μεταφράσεις
κλέπτης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.