κλεφτουριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλεφτουριά οι κλεφτουριές
      γενική της κλεφτουριάς των κλεφτουριών
    αιτιατική την κλεφτουριά τις κλεφτουριές
     κλητική κλεφτουριά κλεφτουριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλεφτουριά < κλέφτ(ης) + -ουριά

Προφορά

ΔΦΑ : /kle.ftuɾˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλεφτουριά

Ουσιαστικό

κλεφτουριά θηλυκό

  • (ιστορία) το σύνολο των κλεφτών, δηλαδή των μελών ένοπλης ομάδας που κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ζούσε στα βουνά και πολεμούσε τους Οθωμανούς

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.