κλώψ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κλώψ οἱ κλῶπες
      γενική τοῦ κλωπός τῶν κλωπῶν
      δοτική τῷ κλωπῐ́ τοῖς κλωψῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν κλῶπ τοὺς κλῶπᾰς
     κλητική ! κλώψ κλῶπες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κλῶπε
γεν-δοτ τοῖν  κλωποῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'γύψ' όπως «γύψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλώψ < θέμα του κλέπτω, πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *klep- όπως και η λατινική clepo

Ουσιαστικό

κλώψ, -ωπός

Συνώνυμα

Σύνθετα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.