κλεψιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κλεψιά | οι | κλεψιές |
| γενική | της | κλεψιάς | των | κλεψιών |
| αιτιατική | την | κλεψιά | τις | κλεψιές |
| κλητική | κλεψιά | κλεψιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλεψιά < μεσαιωνική ελληνική κλεψία < αρχαία ελληνική ἔκλεψα αόρ. του κλέπτω
Μεταφράσεις
κλεψιά
|
→ δείτε τη λέξη κλοπή |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.