hırsız

Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

hırsız < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική خرسز (hırsız, κλέφτης, καταχραστής)

Προφορά

ΔΦΑ : /hɯɾˈsɯz/
τυπογραφικός συλλαβισμός: hırsız

Ουσιαστικό

hırsız (tr)

  1. κλέφτης / κλέφτρα, διαρρήκτης / διαρρήκτρια
      Hırsızları yakalayan genç, mavi gözlü, çolak bir polisti.
    Ο νεαρός που έπιασε τους κλέφτες ήταν ένας γαλανομάτης, μονόχειρας αστυνομικός.
    Sait Faik Abasıyanık (1906-1954)
     συνώνυμα: uğru
  2. συρόμενο αγκίστρι· αγκίστρι που προδένεται στο κυρίως αγκίστρι της πετονιάς

Παράγωγα

  • hırsızlık

  • dolandırıcı
  • gaspçı
  • kapkaççı
  • soyguncu
  • yankesici

Κλίση

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.