δυνατόν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δυνατόν: (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυνατόν, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δυνατός

Ουσιαστικό

δυνατόν ουδέτερο

  • (λόγιο) σε εκφράσεις όπως
    1. σε απρόσωπη ρηματική έκφραση) είναι δυνατόν: μπορεί να συμβεί
      Είναι δυνατόν να έγινε τέτοιο πράγμα και να μην πήρα είδηση;
    2. αυτό που μπορεί να γίνει, αυτό που είναι μέσα στις δυνατότητές μας
      θα κάνουμε ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν για να πετύχουμε τον στόχο μας.

Αντώνυμα

  • αδύνατον

Εκφράσεις

  • ει δυνατόν
  • κατά το δυνατόν



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

δυνατόν

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του δυνατός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δυνατός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.