mobile
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- mobile < (κληρονομημένο) μέση αγγλική mobile < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική mobile < λατινική mobilis
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈməʊbaɪl/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| mobile | mobiles |
mobile (en)
- (τηλεπικοινωνίες) το κινητό τηλέφωνο
- το μόμπιλο (είδος γλυπτού)
Γαλλικά (fr)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.