mobile

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

mobile < (κληρονομημένο) μέση αγγλική mobile < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική mobile < λατινική mobilis

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈməʊbaɪl/
 

Επίθετο

παραθετικά
θετικός mobile
συγκριτικός more mobile
υπερθετικός most mobile

mobile (en)

  1. ο κινητός, φορητός
    mobile phone service - κινητή τηλεφωνία
  2. ο ευκίνητος
  3. ο κινητικός

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
mobile mobiles

mobile (en)

  1. (τηλεπικοινωνίες) το κινητό τηλέφωνο
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη phone
  2. το μόμπιλο (είδος γλυπτού)

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

mobile (fr) αρσενικό



Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

mobile (it)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.